- ιδιολάτρης
- οαυτός που λατρεύει τον εαυτό του, ο εγωπαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + λάτρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιολατρία — η το να λατρεύει κάποιος τον εαυτό του, η εγωπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιολάτρης, εξ ού η γραφή με ία] … Dictionary of Greek